- θερμαινομένῃ
- θερμαίνωwarmpres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμαινομένη — θερμαίνω warm pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακταλβουμίνη — Πρωτεΐνη που βρίσκεται στο γάλα και ανήκει στην ομάδα των αλβουμινών. Όπως και οι άλλες αλβουμίνες είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στο νερό, δεν καταβυθίζεται από χλωριούχο νάτριο και άλλα αραιά ουδέτερα διαλύματα αλάτων, αλλά μετουσιώνεται… … Dictionary of Greek
λακτοσφαιρίνη — η σφαιρίνη τού γάλακτος που, θερμαινόμενη, υφίσταται συγκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και απόδοση στην ελλ. ως προς το β συνθετικό, πρβλ. αγγλ. lactoglobulin < lact (< λατ. lac, tis «γάλα») + globulin (< λατ. globulus… … Dictionary of Greek
βακελίτης — Γενική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζεται μια ομάδα ρητινών που παρασκευάζονται με πολυσυμπύκνωση της φαινόλης με φορμαλδεΰδη και που ονομάζονται επίσης φαινοπλάστες. Το όνομα προήλθε από τον Μπάκελαντ (Baekeland), που πρώτος τους παρασκεύασε… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek